-
1 βόειος
βόειος, ion. u. poet. auch βόεος, vom Ochsen, Iliad. 23, 777 ὄνϑου βοέου, Odyss. 14, 24 δέρμα βόειον; aus der Ochsenhaut gemacht, von Rindsleder, rindstedern, Iliad. 22, 397 βοέους ἱμάντας, 23, 324 βοέοισιν ἱμᾶσιν, 4, 122 νεῠρα βόεια, 5, 452. 12, 425 βοείας ἀσπίδας, Odyss. 24, 228 βοείας κνημῖδας; – αὐχένες βόεοι Pind. P. 4, 234; κρέας, Rindfleisch, Her. 2, 168; γάλα, Kuhmilch, Eur. Cycl. 217; βόεια ῥήματα Ar. Ran. 922, gleichsam »ochsige«, Schol. μεγάλα καὶ ὑπερήφανα.
-
2 ἐπι-ζεύγνῡμι
ἐπι-ζεύγνῡμι (s. ζεύγνυμι), anjochen, bespannen, πώλοις ἀκμαίοις τόνδ' ἐπιζεύξασ' ὄχον Aesch. Eum. 383; übertr., μήτ' ἐπιζευχϑῇς στόμα φήμαις πονηραῖς Ch. 1040, nimm nicht Worte böser Vorbedeutung in den Mund. – Uebh. verbinden, κορμοὺς αὖϑις ἐπεζεύγνυον Her. 7, 36, χεῖρας ἐπιζεύξαντα μέσας βοέοισιν ἱμᾶσιν Theocr. 22, 3, S0., wie Plut. Pericl. 13; in tmesi, χαίταισι ζευχϑέντες ἔπι στέφανοι Pind. Ol. 3, 6; – darüberspannen, γέφυρα ἐπεζευγμένη ὕδατος Luc. V. Hist. 2, 43; – hinzufügen, κοινὸν ὄνομα οὐδὲν ἐπέζευκται Arist. H. A. 4, 7, vgl. rhet. 3, 5; D. Sic. 12, 20; – umgeben, γεωλόφων ἐπιζευγνύντων τὸν αὐχένα Pol. 1, 75, 4, ϑάλαττα τὴν μίαν πλευρὰν ἐπιζεύγνυσι 3, 49, 7.
Перевод: со всех языков на немецкий
с немецкого на все языки- С немецкого на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский